
*Της Δάφνης Γρηγοριάδη
Η πρόσφατη ανακοίνωση του OPEC+ για αύξηση της παραγωγής πετρελαίου ήρθε σε μια περίοδο που οι διεθνείς τιμές του πετρελαίου, όπως το Brent, κινούνται κάτω από τα 60 δολάρια το βαρέλι. Αυτή η εξέλιξη εγείρει πλήθος ερωτημάτων και παράδοξα στην παγκόσμια ενεργειακή και οικονομική σκακιέρα. Γιατί άραγε οι χώρες του OPEC+ να αυξήσουν την προσφορά όταν η ζήτηση ήδη μειώνεται; Ποιες είναι οι πιθανές αιτίες, ποιες οι επιπτώσεις, και ποιοι οι ωφελημένοι και χαμένοι αυτής της απόφασης;
Καταρχάς, η απόφαση αυτή λαμβάνεται σε ένα ευρύτερο μακροοικονομικό πλαίσιο που χαρακτηρίζεται από επιβράδυνση της αμερικανικής οικονομίας, αυξανόμενους εμπορικούς δασμούς από την κυβέρνηση Τραμπ, και πιθανή κάμψη της παγκόσμιας οικονομικής δραστηριότητας. Οι εμπορικοί δασμοί έχουν ήδη περιορίσει τις εμπορικές ροές και επηρεάζουν αρνητικά τη ζήτηση ενέργειας — τόσο στον τομέα της μεταποίησης όσο και στις μεταφορές.
Σε αυτό το περιβάλλον, η αύξηση της παραγωγής από τον OPEC+ φαίνεται παράδοξη. Η βασική οικονομική θεωρία προσφοράς και ζήτησης θα υπαγόρευε ότι όταν η ζήτηση μειώνεται, οι παραγωγοί περιορίζουν την προσφορά για να στηρίξουν τις τιμές. Εντούτοις, η απόφαση του OPEC+ ακολουθεί διαφορετική στρατηγική, που πιθανότατα επηρεάζεται από γεωπολιτικούς παράγοντες και εξωτερικές πιέσεις — και συγκεκριμένα τις πιέσεις του Ντόναλντ Τραμπ.
Ο Τραμπ έχει διακηρύξει από τις αρχές του 2025 ότι θα ασκούσε πιέσεις στον OPEC+ για αύξηση της παραγωγής, στο πλαίσιο της προσπάθειάς του να μειώσει τις τιμές ενέργειας διεθνώς και να περιορίσει τη χρηματοδότηση της Ρωσίας. Η Ρωσία, μέλος του OPEC+, στηρίζεται σε υπερβολικό βαθμό στα έσοδα από την ενέργεια, τα οποία συνεισφέρουν περίπου το 30% στα κρατικά της έσοδα. Επομένως, η πτώση των τιμών, σε συνδυασμό με την αύξηση παραγωγής, μειώνει τα έσοδα της Μόσχας και περιορίζει τη δυνατότητά της να χρηματοδοτήσει τον πόλεμο στην Ουκρανία. Η Σαουδική Αραβία, ως ηγετική δύναμη στον OPEC+, παίζει κομβικό ρόλο στη διαμόρφωση αυτής της στρατηγικής, ισορροπώντας μεταξύ των δικών της συμφερόντων και των διεθνών πιέσεων.
Οικονομικά, η αυξημένη παραγωγή σε ένα περιβάλλον μειωμένης ζήτησης οδηγεί σε περαιτέρω αποκλιμάκωση του ενεργειακού κόστους. Οι καταναλωτές επωφελούνται μέσω χαμηλότερων τιμών στα καύσιμα και τις μεταφορές, ενώ οι επιχειρήσεις βλέπουν μείωση στο κόστος παραγωγής και διανομής, γεγονός που μπορεί να στηρίξει τα περιθώρια κέρδους τους. Οι χώρες που εισάγουν ενέργεια, όπως οι ευρωπαϊκές, είναι από τους μεγάλους ωφελημένους, ειδικά σε συνδυασμό με την αποδυνάμωση του δολαρίου, που καθιστά φθηνότερες τις ενεργειακές εισαγωγές.
Από την άλλη πλευρά, η στρατηγική αυτή ενέχει σημαντικούς κινδύνους. Εάν η ζήτηση συνεχίσει να μειώνεται, το πλεόνασμα στην αγορά πετρελαίου μπορεί να οδηγήσει σε περαιτέρω πτώση των τιμών, συμπιέζοντας τα έσοδα των παραγωγών. Αυτό ενδέχεται να προκαλέσει ένταση στο εσωτερικό του OPEC+, καθώς χώρες με χαμηλότερα δημοσιονομικά περιθώρια, όπως η Βενεζουέλα, η Νιγηρία και η Ρωσία, μπορεί να πιέσουν για αλλαγή πολιτικής. Επιπλέον, οι χαμηλές τιμές ενέργειας, ενώ ευνοούν τους καταναλωτές βραχυπρόθεσμα, αποθαρρύνουν τις επενδύσεις σε νέες τεχνολογίες παραγωγής και εναλλακτικές μορφές ενέργειας, δυσχεραίνοντας τη μετάβαση προς μια πιο βιώσιμη οικονομία.
Είναι επίσης σημαντικό να σημειωθεί ότι οι χρηματοπιστωτικές αγορές παρακολουθούν στενά αυτές τις εξελίξεις. Οι πετρελαϊκές εταιρείες αντιμετωπίζουν πτώση των μετοχών τους, ενώ τα κρατικά ομόλογα χωρών-παραγωγών δέχονται πιέσεις λόγω αυξημένου ρίσκου. Αντίθετα, οι αγορές χωρών-εισαγωγέων ενέργειας μπορεί να δουν θετικές εξελίξεις, καθώς το χαμηλότερο ενεργειακό κόστος περιορίζει τον πληθωρισμό και αφήνει περιθώρια για χαλαρότερη νομισματική πολιτική.
Η αύξηση της παραγωγής πετρελαίου από τον OPEC+ σε αυτή τη συγκυρία αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα του πώς οι γεωπολιτικές στρατηγικές μπορούν να υπερισχύσουν των καθαρών οικονομικών κινήτρων. Η επιδίωξη άσκησης πίεσης στη Ρωσία, η ανταπόκριση στις αμερικανικές απαιτήσεις και η προσπάθεια διατήρησης μεριδίου αγοράς οδηγούν σε αποφάσεις που, αν και αρχικά φαίνονται αντιφατικές, εντάσσονται σε ένα ευρύτερο παιχνίδι ισχύος και επιρροής. Για τους καταναλωτές και τις επιχειρήσεις, η εξέλιξη αυτή προσφέρει προσωρινή ανακούφιση από το αυξημένο ενεργειακό κόστος, όμως η μακροχρόνια επίδραση θα εξαρτηθεί από το αν η ζήτηση σταθεροποιηθεί ή συνεχίσει να φθίνει. Οι επόμενοι μήνες θα είναι καθοριστικοί για να διαπιστώσουμε αν η στρατηγική του OPEC+ θα οδηγήσει σε μια ισορροπημένη αγορά ή αν θα πυροδοτήσει έναν νέο γύρο αναταραχής στην παγκόσμια οικονομία.
*Η Δάφνη Γρηγοριάδη είναι οικονομική αναλύτρια
Πηγή: Moneyreview